- ἀντιπέραιος
- ἀντι-πέραιος (πέρην): only. neut. pl. as subst., places opposite, Il. 2.635†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αντιπέραιος — ἀντιπέραιος, α, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι μεριά, όχθη ή ακτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀντιπεραία η απέναντι χώρα … Dictionary of Greek
ἀντιπέραιον — ἀντιπέραιος lying over against masc acc sg ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραια — ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραι' — ἀντιπέραια , ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc pl ἀντιπέραιε , ἀντιπέραιος lying over against masc voc sg ἀντιπέραιαι , ἀντιπέραιος lying over against fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπεραίαν — ἀντιπεραίᾱν , ἀντιπέραιος lying over against fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)